δεκάρχου

δεκάρχου
δεκάρχης
decurion
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεκαρχία — η (AM δεκαρχία) [δεκάρχης] αρχή αποτελούμενη από δέκα άνδρες νεοελλ. 1. το αξίωμα τού δεκάρχου 2. ομάδα δέκα ανδρών μσν. ομάδα δέκα στρατιωτών αρχ. (στη Ρώμη) η δεκανδρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”